- αποδεσμεύω
- (AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)νεοελλ.1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τουςαρχ.δένω σφιχτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδεσμεύω — αποδεσμεύω, αποδέσμευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποδεσμεύει — ἀποδεσμεύω bind fast pres ind mp 2nd sg ἀποδεσμεύω bind fast pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεσμεύειν — ἀποδεσμεύω bind fast pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεσμεύων — ἀποδεσμεύω bind fast pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεσμεύομεν — ἀ̱ποδεσμεύομεν , ἀποδεσμεύω bind fast imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀποδεσμεύω bind fast pres ind act 1st pl ἀποδεσμεύω bind fast imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… … Dictionary of Greek
ξεμπλοκάρω — 1. ελευθερώνω, ανοίγω διέξοδο («η έγκαιρη επέμβαση τού τροχονόμου ξεμπλοκάρισε τελικά τον δρόμο») 2. αποδεσμεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μπλοκάρω] … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
ξελύνω — ξέλυσα, ξελύθηκα, ξελυμένος, λύνω κάτι που είναι δεμένο, απελευθερώνω, αποδεσμεύω: Ξέλυσα τα σκυλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκαλώνω — ξεσκάλωσα, ξεσκαλώθηκα, ξεσκαλωμένος, 1. μτβ., αποδεσμεύω κάτι που σκάλωσε, ελευθερώνω, ξεμπλέκω: Ξεσκάλωσε από το καρφί το παλτό και το φόρεσε. 2. αμτβ., ξεφεύγω από δύσκολη θέση: Πρέπει να ξεσκαλώσω απ αυτή τη βρομοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)